- πλάτος
- πλάτοςbreadthneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλάτος — (I) ὁ, Α πλάτας*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού πλάτης / πλάτας κατά τα αρσ. σε ος]. (II) το, ΝΜΑ 1. η τρίτη διάσταση τών στερεών εκτός από το μήκος και το ύψος, εύρος, φάρδος (α. «το πλάτος τού τοίχου» β. «νῆσον... μῆκος μὲν διηκοσίων σταδίων,… … Dictionary of Greek
πλάτος — το ους 1. μια από τις τρεις διαστάσεις: Μήκος, ύψος, πλάτος. 2. η μικρότερη διάσταση επίπεδης επιφάνειας: Ο μαυροπίνακας έχει 4 μέτρα μήκος και 1 πλάτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλατός — πλᾱτός , πλατός approachable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατός — ή, όν, Α αυτός τον οποίο μπορεί να πλησιάσει κανείς, ευπρόσιτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη δισύλλαβη ρίζα *pelā / pelә2 (βλ. λ. πέλας) με μηδενισμένο το πρώτο φωνήεν και απαθές το δεύτερο] … Dictionary of Greek
πλάτει — πλάτος breadth neut nom/voc/acc dual (attic epic) πλάτεϊ , πλάτος breadth neut dat sg (epic ionic) πλάτος breadth neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατέεσσι — πλάτος breadth neut dat pl (epic) πλατύς wide masc/neut dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατέεσσιν — πλάτος breadth neut dat pl (epic) πλατύς wide masc/neut dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάτεος — πλάτος breadth neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάτεσι — πλάτος breadth neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάτεσιν — πλάτος breadth neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)